Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ στο ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ.
Η ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΕΜΜΟΝΗ για την ΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΣΗ
της ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ θα έχει ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΕΣ
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ στην ΚΟΙΝΩΝΙΑ και στην ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ.
30 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Των Σάββα Γ. Ρομπόλη Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
Βασίλειου Γ. Μπέτση Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου
Από το 1981 μέχρι το
2014 τριάντα χώρες επιχείρησαν να κεφαλαιοποιήσουν και να ιδιωτικοποιήσουν τη
δημόσια υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση. Από αυτές τις 30 χώρες, οι 14 είναι χώρες της Λατινικής
Αμερικής (Χιλή, Περού, Αργεντινή, Κολομβία, Ουρουγουάη, Βολιβία, Μεξικό κ.α.),
άλλες 14 χώρες είναι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Ουγγαρία, Καζακστάν, Κροατία, ΠΓΔΜ
(τότε) Βόρεια Μακεδονία (σήμερα), Πολωνία, Λετονία, Βουλγαρία, Εσθονία, Ρωσία,
Λιθουανία, Ρουμανία, Σλοβακία, Τσεχία, Αρμενία), και δύο χώρες είναι χώρες της Αφρικής (Νιγηρία και Γκάνα).
Από την
άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθεί ότι αυτός είναι ένας μικρός
αριθμός χωρών, αν ληφθούν υπόψη οι
πιέσεις που ασκούνταν για την ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης τόσο από
διεθνείς
οργανισμούς, όσο και από την
ιδιωτική ασφαλιστική αγορά. Μέχρι το 2018 από τις προαναφερόμενες χώρες, οι 18 εγκατέλειψαν
το πείραμα της κεφαλαιοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης και επανήλθαν στο δημόσιο διανεμητικό σύστημα της
αλληλεγγύης των γενεών (Βενεζουέλα (2018), Εκουαδόρ (2002), Νικαράγουα (2005),
Βουλγαρία (2007), Αργεντινή (2008), Ουγγαρία (2010), Κροατία(2011), ΠΓΔΜ (2011)
Βόρεια Μακεδονία(σήμερα), Πολωνία (2011), Ρωσία (2012), Καζακστάν (2013),
Τσεχία (2016) και Ρουμανία (2017). Οι συγκεκριμένες
χώρες, σύμφωνα με την εκτεταμένη έρευνα του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (Ortiz, Valverde, Urban, Wodsak, Yu, 2018, “Reversing Pension Privatization: Rebuilding public pension systems in Eastern European and Latin American Countries (2000-2018)”, WP No 63, International Labour Office,
Geneva), επέστρεψαν στο δημόσιο
διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, έχοντας επιφορτισθεί
σημαντικές αρνητικές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες. Οι λόγοι
αποτυχίας του συγκεκριμένου πειράματος, που καταγράφονται στις περιπτώσεις
μελέτης (case study) κάθε χώρας,
είναι κυρίως δημοσιονομικοί,
εξαιτίας του κόστους μετάβασης, αλλά και λόγοι
που αναφέρονται στα υψηλά διαχειριστικά κόστη, στην σημαντική μείωση των συντάξεων και στην
μη προβλεψιμότητα του
επιπέδου της σύνταξης από τους
ασφαλισμένους λόγω της αβεβαιότητας των χρηματιστηριακών κεφαλαιαγορών.
Είναι ενδιαφέρον να
σημειωθεί ότι αν και υπήρχαν
χώρες που είχαν επιστρέψει στην κοινωνική ασφάλιση πριν την χρηματοπιστωτική
κρίση του 2008, οι περισσότερες χώρες επέστρεψαν στην δημόσια διανεμητική
κοινωνική ασφάλιση μετά τις σοβαρές απώλειες του εισοδήματος που υπέστησαν οι
συνταξιούχοι από την κρίση του 2008 και τις μεγάλες πιέσεις που δέχτηκαν οι Κρατικοί Προϋπολογισμοί των χωρών οι οποίες
έπρεπε να αντιμετωπίσουν τόσο την χρηματοπιστωτική κρίση, όσο και το
υψηλό κόστος μετάβασης. Επιπλέον, στην ιστορική αναδρομή που παρουσιάζεται
στην συγκεκριμένη έρευνα, αναφέρεται ότι η αρχή του
πειράματος της κεφαλαιοποίησης
της κοινωνικής ασφάλισης ξεκίνησε (1/5/1981) από την Χιλή του Πινοσέτ και την υλοποίηση της ανέλαβε ο Χ. Πινέρα
ως υπουργός Εργασίας και
Κοινωνικών Ασφαλίσεων, συνεπικουρούμενος από μία ομάδα οικονομολόγων που
προέρχονταν από την οικονομική σχολή του Πανεπιστημίου του Σικάγου. Πιο συγκεκριμένα
το πείραμα της
κεφαλαιοποίησης της δημόσιας
κοινωνικής ασφάλισης, υποστηρίχθηκε θερμά από διεθνείς οργανισμούς (Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ΟΟΣΑ),
προτρέποντας όλες τις χώρες να κεφαλαιοποιήσουν τα συστήματα της κοινωνικής ασφάλισης, ειδικά με την έκδοση από την Παγκόσμια Τράπεζα
της δημοσίευσης «Averting
the
old
Age
Crisis:
Policies
to
protect
the
old
and
promote
growth
(World
Bank,
1994). Σε αυτό το κείμενο η Παγκόσμια Τράπεζα έδινε έμφαση στις θετικές επιδράσεις που θα είχε η
κεφαλαιοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης στις κεφαλαιαγορές και τις χρηματαγορές, υποστηρίζοντας ότι θα προκληθεί
οικονομική ανάπτυξη, οι ασφαλισμένοι θα λάβουν μεγαλύτερες συντάξεις και οι
εργαζόμενοι θα έχουν μεγαλύτερο κίνητρο για αποταμίευση. Παρόμοια δηλαδή επιχειρήματα με αυτά
που χρησιμοποιήθηκαν στο
παρελθόν σε άλλες χώρες και
χρησιμοποιούνται σήμερα από
κυβερνητικούς παράγοντες στην
χώρα μας, χωρίς όμως να εξηγούν
στους πολίτες και τους ασφαλισμένους,
σύμφωνα και με τις ευρωπαϊκές Οδηγίες, τις συνέπειες
που θα προκύψουν
από το υψηλό κόστος μετάβασης και
τους μεγάλους δημογραφικούς, οικονομικούς και επενδυτικούς κινδύνους.
Χαρακτηριστική περίπτωση της
αντίστοιχης κυβερνητικής
επιλογής αποφυγής ανάδειξης των συνεπειών για τις
οικονομίες των προαναφερόμενων χωρών
και τους ασφαλισμένους, αποτελούν
οι υποσχέσεις στην Χιλή,
Αργεντινή, κ.λ.π., ότι το ποσοστό
αναπλήρωσης των συντάξεων
του κεφαλαιοποιητικού συστήματος
θα ήταν 70%, ενώ, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, το επίπεδο των
παρεχόμενων συνταξιοδοτικών παροχών
αντιστοιχούσε σε ποσοστό
αναπλήρωσης 36% για τους
άνδρες και 39%
για τις γυναίκες, σε βαθμό που το μέσο επίπεδο των
συνταξιοδοτικών παροχών οδηγήθηκε
κάτω
από το όριο
της φτώχειας. Έτσι, όταν
τα αποτελέσματα του
πειράματος των ατομικών
μερίδων έγιναν οικονομικά
και κοινωνικά οδυνηρά, η Αργεντινή κρατικοποίησε
ατομικούς λογαριασμούς 28 δις
δολαρίων, η Χιλή και οι άλλες
προαναφερόμενες χώρες της
Λατινικής Αμερικής, της Ανατολικής Ευρώπης, των Βαλκανίων και της Βαλτικής, επέστρεψαν
στο διανεμητικό σύστημα
και στα δημόσια
ασφαλιστικά ταμεία. Παράλληλα, οι
διεθνείς οργανισμοί (Διεθνές Νομισματικό
Ταμείο, ΟΟΣΑ, Παγκόσμια Τράπεζα) και
οι προαναφερόμενες χώρες,
προέβαλαν με μεγάλη έμφαση, όπως οι
κυβερνητικοί παράγοντες σήμερα
στην Ελλάδα, για την υποστήριξη της επιλογής κεφαλαιοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης, την
γήρανση του πληθυσμού, η οποία,
κατά τις διακηρύξεις τους, θα πίεζε τα δημόσια συστήματα
κοινωνικής ασφάλισης. Όμως, σύμφωνα με την
συγκεκριμένη έρευνα, το Διεθνές
Γραφείο Εργασίας, ο Διεθνής
Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης (ISSA)
και ο οικονομολόγος (Βραβείο Νόμπελ) J.
Stiglitz
(Orszag
and
Stiglitz,
1999), με σειρά δημοσιεύσεων εξέφρασαν τις αντιρρήσεις τους στις υποσχέσεις και
ανέδειξαν, όπως και άλλοι συγγραφείς, τους κινδύνους του πειράματος της
κεφαλαιοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης (Gillin, 2000, Cichon 1999 & 2004, Bonilla –
Garcia
and
Conte-Grand 1998, Fultz 2004). Συμπερασματικά, μετά από 30
χρόνια εφαρμογής του πειράματος της κεφαλαιοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης,
δεν επήλθαν τα αποτελέσματα που υποστηρίζονταν από τους υποστηρικτές του
και υποστηρίζονται σήμερα
τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα από
κυβερνητικούς παράγοντες στην χώρα
μας. Συγκεκριμένα, οι συντελεστές αναπλήρωσης μειώθηκαν, οι συντάξεις
των ασφαλισμένων μειώθηκαν σημαντικά και παρατηρήθηκαν ανισότητες μεταξύ των
δύο φύλων. Ο κίνδυνος των κεφαλαιαγορών μεταφέρθηκε στους
εργαζόμενους-ασφαλισμένους και
συνταξιούχους, τα διαχειριστικά κόστη ήταν πολύ υψηλά και το κόστος μετάβασης
που σε όλες τις περιπτώσεις αρχικά είχε υποτιμηθεί επιβάρυνε σημαντικά τους Κρατικούς Προϋπολογισμούς
και τα δημοσιονομικά μεγέθη των χωρών. Στις
συνθήκες αυτές, κερδισμένοι αναδείχθηκαν οι ιδιωτικές εταιρείες που
διαχειρίζονταν τις αποταμιεύσεις των ασφαλισμένων. Η ασφαλιστική αγορά δεν
ευνοήθηκε αφού παρατηρήθηκε συγκέντρωση και
συγκεντροποίηση των επιχειρήσεων, με μείωση του ανταγωνισμού και
την επικράτηση των μεγάλων πολυεθνικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Επίσης, κερδισμένοι
αναδείχθηκαν οι διεθνείς οργανισμοί (π.χ. Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) το οποίο χορηγούσε δάνεια στις χώρες για την χρηματοδότηση του κόστους
μετάβασης. Παράλληλα, οι θετικές επιπτώσεις που αναμένονταν στις κεφαλαιαγορές,
αποδείχτηκαν ότι ήταν πολύ μικρές και περιορισμένου μεγέθους, όπως και οι
επιδράσεις στην οικονομική ανάπτυξη των χωρών που επιχείρησαν το πείραμα της
κεφαλαιοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης. Έτσι, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, οι αρνητικές
συνέπειες ήταν τόσο
σημαντικές που περιέπλεξαν σοβαρά την δημοσιονομική και
την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση
των συγκεκριμένων χωρών, με
αποτέλεσμα να συμβάλλουν, στον βαθμό που
τις αφορά, στην ποσοτική και
ποιοτική καθυστέρηση εξόδου
των οικονομιών, των ασφαλισμένων, των συνταξιούχων και γενικότερα του πληθυσμού τους από τα
προκύπτοντα αδιέξοδα.