Σάββα Γ. Ρομπόλη
Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
Βασίλειου Γ. Μπέτση
Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου
Τα δεδομένα
των αρχών της
τρέχουσας δεκαετίας
(2020-2030) αναδεικνύουν, κατά
ανησυχητικό τρόπο, σε διεθνές
και ευρωπαϊκό επίπεδο την
διεύρυνση των ανισοτήτων
στο εισόδημα και
στην περιουσία. Σύμφωνα με
την Έκθεση (2021) του
Εργαστηρίου των Παγκόσμιων
ανισοτήτων (World Inequality Laboratory-WIL) το
κατώτατο 50% της
εισοδηματικής κλίμακας κατέχει
το χαμηλό μερίδιο (2%-7%) του
συνολικού πλούτου, ενώ το πλουσιότερο 10% κατέχει
το υψηλό μερίδιο (60%-80%) του
συνολικού πλούτου. Πιο συγκεκριμένα
σήμερα, σε διεθνές
επίπεδο το πλουσιότερο
10% κατέχει το
52% του εισοδήματος, το 76%
του πλούτου και
εκπέμπει το 48%
του παγκόσμιου διοξειδίου
του άνθρακα, ενώ το
50% του φτωχότερου
τμήματος του πληθυσμού
κατέχει μόνο το
8,5% του εισοδήματος, το 2%
του πλούτου και
εκπέμπει μόνο το
12% του διοξειδίου
του άνθρακα. Το
ίδιο, μία σημαντική
ανισότητα που αναφέρεται
στην προαναφερόμενη Έκθεση
είναι αυτή μεταξύ
ανδρών και γυναικών, αφού οι
γυναίκες το 2020
κατείχαν το 35% του
εισοδήματος από την
εργασία. Τα ιδιαίτερα
αυτά χαρακτηριστικά αναδεικνύουν,
σύμφωνα με την
εμπειρική έρευνα, ότι
η πρωτογενής αιτία
των ανισοτήτων είναι
η υψηλή συγκέντρωση
πλούτου ( ακίνητα, τραπεζικές
καταθέσεις, χρηματοοικονομικά περιουσιακά
στοιχεία). Η έκρηξη αυτή των
ανισοτήτων τόσο μεταξύ
των κρατών, όσο και
εντός των κρατών,
είναι το αποτέλεσμα
των κοινωνικο-οικονομικών, δημοσιονομικών και
περιβαλλοντικών-ενεργειακών
επιλογών των ασκούμενων
πολιτικών κατά τις τρείς
τελευταίες δεκαετίες, αλλά και
κατά την διάρκεια
της περιόδου του Covid-19 και
της ενεργειακής κρίσης, όπου
σημειώθηκε ιδιαίτερα σημαντική
διόγκωση των ανισοτήτων. Στις συνθήκες
αυτές οι κοινωνικές
και συνδικαλιστικές διεκδικήσεις
στην Ελλάδα επικεντρώνονται στην σημαντική
αύξηση του κατώτατου
μισθού ώστε: α) να
περιορίσει τις μισθολογικές
ανισότητες, β) να εξασφαλίσει
ένα επίπεδο αμοιβών
το οποίο θα
βελτιώσει, σε περιβάλλον
πληθωριστικών πιέσεων, την αγοραστική
δύναμη του κατώτατου
και του μέσου μισθού
καθώς και των μισθών
γενικότερα, γ) να
κατοχυρώσει, διαμέσου των
συλλογικών διαπραγματεύσεων και
των συλλογικών συμβάσεων
εργασίας, χωρίς την κρατική
παρέμβαση, μεταξύ των κοινωνικών
συνομιλητών τόσο το
ύψος, όσο και
τα εργασιακά και
κοινωνικά δικαιώματα των
εργαζομένων. Αξίζει να σημειωθεί
ότι στην Ελλάδα, ύστερα από
δεκαετίες διμερούς συλλογικής
διαπραγμάτευσης των κοινωνικών
συνομιλητών για τον καθορισμό
του κατώτατου μισθού, τα
Μνημόνια καταργούν νομοθετικά
και στην πράξη
την Εθνική Γενική
Συλλογική Σύμβαση Εργασία (ΕΓΣΣΕ). Στις συνθήκες
αυτές, η Ελλάδα
είναι η μοναδική
χώρα της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, όπου επιβάλλεται
(Μνημόνιο 2, Φεβρουάριος 2012) ονομαστική μείωση
στις κατώτατες αποδοχές
πρωτοφανούς εύρους, 22% (586,08
ευρώ μεικτά) στον κατώτατο μισθό
και ημερομίσθιο και
32% (510,95 ευρώ μεικτά) αντίστοιχα για
νέους ηλικίας κάτω
των 25 ετών, από
739 ευρώ (μεικτά)
το 2010 και
770,92 ευρώ (μεικτά),
σύμφωνα με την ΕΓΣΣΕ
πριν από το
Μνημόνιο 2. Παράλληλα, κατά την
περίοδο 2010-2013 σημειώθηκε
μία σημαντική καθίζηση
της αγοραστικής δύναμης
του κατώτατου μισθού,
δεδομένου ότι ο
πραγματικός κατώτατος μισθός
μειώθηκε κατά 25,9% και
κατά 35,4% για τους
νέους ηλικίας κάτω
των 25 ετών (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ,2014). Έτσι, ο κατώτατος
μισθός στην Ελλάδα
κατά την Μνημονιακή
περίοδο των πολιτικών
της εσωτερικής υποτίμησης
μετατρέπεται από « εργαλείο»
προστασίας και συρρίκνωσης
των μισθολογικών ανισοτήτων
των χαμηλά αμειβόμενων
στην χώρα μας, σε πολιτική βίαιης
ανισοκατανομής, μεταξύ
άλλων, του εισοδήματος
των εργαζομένων του
ιδιωτικού τομέα προς
όφελος της κερδοφορίας
των επιχειρήσεων. H σημερινή (Φεβρουάριος 2023) γραφειοκρατική και
αντι-συλλογικοδιαπραγματευτική
διαδικασία για την αύξηση
του κατώτατου μισθού
έχει ως αφετηρία
τα 713 ευρώ (μεικτά)
μετά την μέση ετήσια αύξηση (7,78%) του
Απριλίου του 2022
με πληθωρισμό στην
χώρα μας 8%. Σύμφωνα
με τα στοιχεία
της Eurostat το 2022
η απώλεια σε
αγοραστική δύναμη του
κατώτατου μισθού στην
Ελλάδα ήταν 12,7% ( PPS, Purchasing Power Standard).
Αυτό σημαίνει ότι
για να είχε
διατηρηθεί η αγοραστική
δύναμη του κατώτατου
μισθού στο ίδιο
επίπεδο λόγω του
πληθωρισμού, θα έπρεπε
το επίπεδο του
το 2022 να
ήταν 952 ευρώ (μεικτά) (σε δωδεκάμηνη
βάση 815 ευρώ
για 14 μεικτούς
μισθούς από 713
ευρώ (μεικτά) που ήταν).
Παράλληλα, η αγοραστική δύναμη
του μέσου μισθού
το 2022 παρουσίασε
απώλεια κατά 18,5%. Στις
συνθήκες αυτές, ενόψει
της επερχόμενης αύξησης
του κατώτατου μισθού
από 1/4/2023 στην χώρα
μας, οι φορείς έχουν
ήδη καταθέσει τις
απόψεις τους, προτείνοντας αυξήσεις (3%-5%, ΚΕΠΕ,
ΙΟΒΕ, ΤτΕ) και 15,8% (ΓΣΕΕ). Κατά συνέπεια
στο σενάριο που ανακοινωθεί ότι ο κατώτατος
μισθός θα αυξηθεί
κατά 9,6%, δηλαδή όσο ήταν ο πληθωρισμός
το 2022, τότε θα
διαμορφωθεί στο επίπεδο
των 780 ευρώ (μεικτά)
και η απώλεια
της αγοραστικής του
δύναμης θα είναι
7%. Παράλληλα, στο σενάριο
αυτό ο μέσος
μισθός θα αυξηθεί
κατά περίπου 4%
και η απώλεια
της αγοραστικής
δύναμης του μέσου
μηνιαίου μισθού θα
είναι 12%. Στο σενάριο που
ανακοινωθεί ότι ο
κατώτατος μισθός θα
αυξηθεί κατά 5%, τότε
θα διαμορφωθεί στο
επίπεδο των 748 ευρώ (μεικτά) και
η απώλεια της
αγοραστικής του δύναμης
θα είναι 10,7%. Παράλληλα, στο
σενάριο αυτό ο
μέσος μισθός θα
αυξηθεί κατά 2%
και η απώλεια
της αγοραστικής δύναμης
του μέσου μηνιαίου
μισθού θα είναι 15%.
Στο σενάριο που
ανακοινωθεί ότι ο
κατώτατος μισθός θα
αυξηθεί κατά 15,8%,
τότε θα διαμορφωθεί
στο επίπεδο των 826 ευρώ (μεικτά) και η
αγοραστική του δύναμη θα υπερκαλυφθεί κατά 1,1%. Παράλληλα, στο
σενάριο αυτό ο
μέσος μισθός θα
αυξηθεί κατά 6,3%
και η απώλεια
της αγοραστικής
δύναμης του μέσου μηνιαίου μισθού
θα είναι 0,5%. Βέβαια,
στο άμεσο μέλλον
η τιμαριθμική αναπροσαρμογή
και η θεσμική αποκατάσταση
των συλλογικών διαπραγματεύσεων και
συλλογικών συμβάσεων ( Εθνική Γενική
Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, Κλαδικές συμβάσεις, κ.λ.π.) στην
Ελλάδα, θα συμβάλλουν στην
αύξηση του μεριδίου
των μισθών στην
προστιθέμενη αξία, στην
ανάκτηση των απωλειών
της αγοραστικής δύναμης
των μισθωτών και
στην συρρίκνωση των
μισθολογικών και κοινωνικών
ανισοτήτων. Η άποψη που
προβάλλεται στην χώρα
μας και γενικότερα
στην ευρωζώνη ότι
η τιμαριθμική αύξηση
των μισθών θα
επιδεινώσει το επίπεδο
της ανταγωνιστικότητας δεν
ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, δεδομένου
ότι το πρόβλημα
της ανταγωνιστικότητας στην
ευρωζώνη και στα
κράτη-μέλη συνδέεται, κατά βάση,
με την έλλειψη
της έρευνας, της καινοτομίας, των επενδύσεων
σε νέες τεχνολογίες
και του χαμηλού
επιπέδου της ζήτησης (D.Ferrant,
Alternatives Economiques,
28/11/2022).