Το εγχείρημα
της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης
στην Ελλάδα, συνοδεύεται, μεταξύ των άλλων, εκ
μέρους κυβερνητικών παραγόντων,
από λανθασμένα επιχειρήματα, εννοιολογικές συγχύσεις,
ποσοτικοποιημένες
παραλείψεις και σοβαρές
θεσμικές παρεκκλίσεις του
Συντάγματος (άρθρο 20, παράγρ. 5)
των αποφάσεων (2287/2015 και
1890/2019) του ΣτΕ
και της πρόσφατης κοινωνικο-ασφαλιστικής νομοθεσίας (Ν.4670/2020, άρθρο 20). Στην κατεύθυνση
αυτή, μεταξύ των άλλων, υποστηρίζεται λανθασμένα «ότι μεγάλο
μέρος των εισφορών των ασφαλισμένων θα επενδυθεί στην ελληνική οικονομία με
αποτέλεσμα ταχύτερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, περισσότερες θέσεις εργασίας, υψηλότερη παραγωγικότητα,
υψηλότερους μισθούς και υψηλότερα έσοδα για τον Κρατικό Προϋπολογισμό». Όμως, το
επιχείρημα αυτό, όπως και άλλα
επιχειρήματα που έχουν
διατυπωθεί (π.χ. αντιμετώπιση
δημογραφικού κινδύνου, ενδυνάμωση της
αλληλεγγύης των γενεών, αύξηση των
συντάξεων, κ.λ.π.) παρά την υποχρέωση
που απορρέει από σχετικές
Οδηγίες της Ευρωπαϊκής
Ένωσης (IORP
II-
ενσωμάτωση στον Ν.4680/2020), δεν
βασίζεται σε ποσοτικοποιημένα δεδομένα
και εκτιμήσεις για το
κόστος μετάβασης(62 δις ευρώ) και την επίπτωση
του στην αύξηση του
δημόσιου χρέους, την δημοσιονομική αποσταθεροποίηση της
χώρας που θα
επιφέρει στα δημόσια
οικονομικά της χώρας,
το επίπεδο των
χορηγούμενων επικουρικών συντάξεων, κ.λ.π. Όμως, σύμφωνα
με σχετικές μελέτες που έχουν εκπονηθεί σε
διεθνές και ευρωπαϊκό
επίπεδο από το 2000 και μέχρι το
2020, δεν έχει αποδειχθεί και υποστηριχθεί τεχνικά και επιστημονικά
ότι η μετάβαση από το διανεμητικό σύστημα αλληλεγγύης των γενεών σε
κεφαλαιοποιητικό σύστημα καθορισμένων παροχών, προκαλεί αύξηση της εθνικής
αποταμίευσης και της παραγωγικότητας της
εργασίας. Για παράδειγμα στην Χιλή το
1980, όπου το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης λειτουργούσε με το διανεμητικό
σύστημα, ο δείκτης εθνικής αποταμίευσης ήταν 21%. Από το 1981 που η συγκεκριμένη
χώρα εισήγαγε υποχρεωτικά (εκτός του
στρατού και των σωμάτων
ασφαλείας) το κεφαλαιοποιητικό σύστημα των ατομικών λογαριασμών, ο αντίστοιχος δείκτης το 1991 ήταν 18,8% (Brown, 2000, Security for Social
Security: Is prefunding the
answer?).
Επίσης, σε άλλη έρευνα (Holzmann
1997) αναφέρεται ότι «η άμεση επίδραση
της κεφαλαιοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης στην ιδιωτική αποταμίευση ήταν πολύ χαμηλή μέχρι και αρνητική». Το ίδιο, ο Hughes (1999) σε δημοσίευση του, η
οποία προέκυψε από την συγκριτική ανάλυση 16 χωρών, αναδεικνύει ότι δεν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ
των περιουσιακών στοιχείων των συνταξιοδοτικών ταμείων και της καθαρής εθνικής
αποταμίευσης. Στο ίδιο συμπέρασμα έχει καταλήξει και έρευνα(1998) της Διεθνούς
Ένωσης Κοινωνικής Ασφάλισης (ISSA). Επιπρόσθετα, σε παρόμοιες έρευνες αναδεικνύεται το
συμπέρασμα ότι η επένδυση των αποταμιεύσεων των εισφορών των
ασφαλισμένων στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα δεν συσχετίζονταν με την αύξηση της
παραγωγικότητας της εργασίας, σε αντίθεση με τα επιχειρήματα που
διατυπώνονται σήμερα στην
Ελλάδα από κυβερνητικούς παράγοντες. Από την
άποψη αυτή είναι χαρακτηριστική η έρευνα που διεξήγαγε το Πανεπιστήμιο Βελιγραδίου σε συνεργασία με την Διεθνή Ένωση Κοινωνικής Ασφάλισης(ISSA), όταν η Σερβία εξέταζε (2011) να
κεφαλαιοποιήσει ένα τμήμα της διανεμητικής κοινωνικής ασφάλισης. Η
έρευνα ως συμβουλευτική προς την τότε κυβέρνηση της Σερβίας κατέληγε στο
συμπέρασμα ότι «η αντικατάσταση
τμήματος του διανεμητικού
συστήματος κοινωνικής ασφάλισης
από τους κεφαλαιοποιητικούς ατομικούς λογαριασμούς αποτελεί ένα εγχείρημα
υψηλού κινδύνου». Επεξηγώντας η συγκεκριμένη
έρευνα το γενικό
της συμπέρασμα, αναφέρει ότι «το κόστος μετάβασης και οι συνέπειες στην οικονομία θα αφορούσαν τα πρώτα 40 χρόνια,
ενώ τα ενδεχόμενα οφέλη για την οικονομία θα παρουσιάζονταν μετά από 80
χρόνια», συμπληρώνοντας ότι το κόστος
μετάβασης είναι αναπόφευκτο και θα καταβληθεί από την οικονομία και την κοινωνία, ενώ τα ενδεχόμενα οφέλη είναι εντελώς αβέβαια.
Επιπλέον, η συγκεκριμένη
έρευνα αναφέρει ότι σε όρους
διαχείρισης κινδύνων (risk
management)
το εγχείρημα της μερικής κεφαλαιοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης είναι πολύ
πιο υψηλού κινδύνου από το καθαρό διανεμητικό σύστημα και αυτό γιατί η κεφαλαιοποίηση εμπεριέχει και τους
πρόσθετους κινδύνους των επενδύσεων των κεφαλαιαγορών καθώς και το
σημαντικό κόστος των λειτουργικών
κινδύνων. Επίσης, η έρευνα κατέληγε στο συμπέρασμα
ότι οι καθαρές αποδόσεις των επενδύσεων ήταν μικρότερες σε σχέση με την
οικονομική ανάπτυξη και την παραγωγικότητα της εργασίας που αποτελούν τους δείκτες απόδοσης του διανεμητικού
συστήματος. Τέλος, οι συντάκτες της έρευνας
συνιστούσαν στην Σερβική
κυβέρνηση, σύμφωνα με την εμπειρική ανάλυση των στοιχείων των
χωρών της αναπτυσσόμενης Ευρώπης (emerging Europe) και τα αποτελέσματα του
εγχειρήματος της κεφαλαιοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης σε αυτές, να ακολουθήσει την πρακτική των Ευρωπαϊκών
αναπτυγμένων χωρών, οι οποίες εστιάζουν τις κοινωνικο-ασφαλιστικές τους παρεμβάσεις
στην μακροχρόνια ισορροπία του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης
διαμέσου παραμετρικών αλλαγών,
συμπληρώνοντας παράλληλα το
δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης με την προαιρετική ασφάλιση του δεύτερου πυλώνα της
επαγγελματικής ασφάλισης (ISSA, Nikola
Altiparmakov,
2011, A Macro-financial
analysis
of
pension
system
reforms
in
Emerging
Europe:
The
Performance
of
IRAs
and
policy
lessons
for
Serbia).Με άλλα
λόγια, από τις
διεθνείς βιβλιογραφικές αναφορές, τις
τριάντα μελέτες (case
study)
των αντίστοιχων χωρών,
που μετά την
αποτυχία της επιλογής
της κεφαλαιοποίησης της
κοινωνικής ασφάλισης,
επέστρεψαν με υψηλό
οικονομικό-κοινωνικό-συνταξιοδοτικό
κόστος στο διανεμητικό
σύστημα κοινωνικής ασφάλισης
και στα δημόσια
ασφαλιστικά ταμεία,
αποδεικνύεται με τον πιο
αποκαλυπτικό τρόπο ότι
η επανάληψη αντίστοιχης
επιλογής στην χώρα
μας, που στην
διεθνή εμπειρία και πρακτική
έχει καταγραφεί ως
απολύτως ανεπιτυχής, θα στεφθεί
με αποτυχία και με
αντίστοιχο υψηλό κόστος θα
επιστρέψει στο δημόσιο
σύστημα κοινωνικής ασφάλισης,
συμβάλλοντας στην περαιτέρω επιδείνωση των
δημοσιονομικών και χρηματοδοτικών προβλημάτων
της ελληνικής οικονομίας
και της κοινωνικής
ασφάλισης αντίστοιχα.
Των
Σάββα Γ. Ρομπόλη
Ομότ.
Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
Βασίλειου
Γ. Μπέτση
Δρ. Παντείου
Πανεπιστημίου