Τι
δείχνουν οι δείκτες γήρανσης πληθυσμού και γονιμότητας για την επόμενη ημέρα
του ασφαλιστικού. Πώς η μετάβαση σε σύστημα κεφαλαιοποίησης μπορεί να οδηγήσει
σε βουτιά συντάξεων κατά 35%.
Μετά την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής κοινωνικής
ασφάλισης του Ν. 4826/2021 και την μεταφορά των δημογραφικών επιπτώσεων από το
κράτος, στον κάθε ένα ασφαλισμένο και συνταξιούχο, προκαλούν ανησυχία και
προβληματισμό οι ανακριβείς διατυπώσεις κυβερνητικών στελεχών για την δημογραφική
πορεία της χώρας μας.
Κι’ αυτό προκειμένου να υποστηριχθεί λανθασμένα η
επίπτωση της δημογραφίας στο διανεμητικό σύστημα της αλληλεγγύης των γενεών που
λειτουργεί η κύρια ασφάλιση, προϊδεάζοντας την προοπτική ότι μετά την
κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, σειρά, στον βωμό της κεφαλαιοποίησης,
έχει η κύρια ασφάλιση με στόχο την περαιτέρω μείωση της κρατικής χρηματοδότησης, μετά τις
μειώσεις που επέβαλαν οι δανειστές και οι ελληνικές κυβερνήσεις με την
υλοποίηση των Μνημονίων της προηγούμενης δεκαετίας (2009-2019).
Όμως, από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι η πλήρης
κεφαλαιοποίηση της κύριας σύνταξης καθίσταται πρακτικά αδύνατη, δεδομένου ότι το κόστος μετάβασης
(κύρια ασφάλιση), σύμφωνα με τους αναλογιστικούς μας υπολογισμούς, θα ανέλθει
επιπλέον του κόστους μετάβασης (78 δισ. ευρώ) από την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής κοινωνικής
ασφάλισης, στο επίπεδο των 450 δισ.
ευρώ, γεγονός που θα οδηγούσε την χώρα μας στην χρεοκοπία και την πλήρη
απομόνωση της από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου και την κοινωνία σε βαθιά
κοινωνική κρίση.
Κι΄αυτό γιατί η μέση κύρια σύνταξη θα μειωθεί κατά 35%, δηλαδή από 730 ευρώ
(μεικτά) που είναι σήμερα, στα 475 ευρώ. Διαφορετικά θα πρέπει η ασφαλιστική
εισφορά του 20% να αυξηθεί στο 27%, γεγονός που θα αύξανε σημαντικά το μη
μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων, αφού αυτό θα αυξάνονταν κατά 33%.
Παράλληλα, υποστηρίζεται λανθασμένα από κυβερνητικά
στελέχη ότι η χώρα μας μετά το 2030 θα είναι η πιο γερασμένη χώρα της Ευρώπης
ξεπερνώντας την Ιταλία. Και το ερώτημα είναι σε ποια στατιστικά στοιχεία στηρίζεται ένας τέτοιος
ισχυρισμός; Κι’ αυτό γιατί σύμφωνα με την μελέτη του Ageing Working Group 2021 (AWG 2021) η χώρα μας μέχρι
το 2070 θα είναι η 5η πιο γερασμένη χώρα και όχι η πρώτη. Η πιο γερασμένη χώρα σύμφωνα με τον
δείκτη γήρανσης (old-dependency ratio) θα είναι Πολωνία (67,8) και ακολουθούν η Πορτογαλία
(67,3), η Λετονία (66), η Ιταλία (65,6), η Ελλάδα με (65,2), η Κροατία (64,6),
η Ισπανία (62,5), σύμφωνα με τον δείκτη γήρανσης της μελέτης του AWG 2021.
Επίσης, υποστηρίζεται ότι ο δείκτης γονιμότητας της χώρας μας έχει
μειωθεί στο 1,4 παιδί ανά γυναίκα σε ηλικία γονιμότητας και αυτό δεν οφείλεται
στη περασμένη δεκαετία της ύφεσης. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι ο δείκτης
έχει μειωθεί εδώ και αρκετά χρόνια κάτω από το όριο του 2,1 παιδιά. Επιπλέον
όμως, η δεκαετία της λιτότητας των Μνημονίων και της εσωτερικής υποτίμησης με
την μείωση των εισοδημάτων κατά 25% και των συντάξεων κατά 45%, έπαιξε σημαντικό
πτωτικό ρόλο στην αυξητική τάση που είχε ο δείκτης την δεκαετία 2001-2010, όπως
αναδεικνύεται από τα ιστορικά στοιχεία του δείκτη γονιμότητας που παρουσιάζεται
στο Διάγραμμα.
Πιο συγκεκριμένα παρατηρούμε ότι ο δείκτης έχει μειωθεί
κάτω από το 2 από το 1982 όπου ο πληθυσμός της χώρας μας ήταν 9,7 εκ. άτομα.
Στην συνέχεια ο δείκτης μειώνεται συνεχώς φτάνοντας μέχρι το κατώτατο σημείο το 1998
στο 1,23 παιδιά. Την πενταετία μέχρι και το 2002, παρουσιάζεται πρώτη φορά οι
θάνατοι να υπερβαίνουν τις γεννήσεις. Από το 2001 και μετά, παρουσιάζεται μια
συνεχής αύξηση του δείκτη γονιμότητας μέχρι το 2010 που φτάνει το 1,52 παιδιά
και μέχρι και το 2011 (πληθυσμός 11,1 εκατ. άτομα) οι γεννήσεις υπερτερούν του
αριθμού των θανάτων.
Την περίοδο της οικονομικής κρίσης και ύφεσης των
Μνημονίων όπου ο δείκτης γονιμότητας μειώνεται ξανά στο 1,29 το 2013,
παραμένοντας μέχρι το 2021 κάτω από το 1,4 παιδιά. Σε αυτή την περίοδο οι
θάνατοι μονίμως υπερτερούν των νέων γεννήσεων κατά πολύ, με αποτέλεσμα ο
πληθυσμός από τα 11,1 εκατ. άτομα το 2011, να μειώνεται στα 10,7 εκατ. το 2020.
Κατά συνέπεια αποδεικνύεται κατά τον πιο εύληπτο και
τεκμηριωμένο τρόπο ότι η δεκαετία της ύφεσης και της λιτότητας των Μνημονίων επηρέασε την γονιμότητα
και γενικά τον πληθυσμό της χώρας μας.
Πράγματι, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, είναι
ολοφάνερο ότι η αυξητική τάση της γονιμότητας και του πληθυσμού της χώρα μας
ανακόπηκε από την παρατεταμένη ύφεση της οικονομίας και της μεγάλης μείωσης των
εισοδημάτων των εργαζομένων και των συνταξιούχων.
Παράλληλα, υποστηρίζεται λανθασμένα ότι τα διανεμητικά συστήματα
λειτουργούν καλά μόνο όταν υπάρχουν πολλοί εργαζόμενοι σε σχέση με τους
συνταξιούχους. Όμως, ο ισχυρισμός αυτός είναι εντελώς αβάσιμος και
χρησιμοποιείται μόνο και μόνο για την κατάργηση των διανεμητικών συστημάτων που
στηρίζονται στην αλληλεγγύη και την συλλογική αντιμετώπιση του κινδύνου της
φτώχειας των ηλικιωμένων.
Η αλήθεια είναι ότι τα διανεμητικά συστήματα λειτουργούν ακριβώς το ίδιο,
όπως και τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα, όταν έχουν σχεδιαστεί με βάση τις αρχές
της αναλογιστικής επιστήμης (παρούσα αξία εισφορών να ισούται με την παρούσα
αξία των παροχών), ορίζοντας και ελέγχοντας την ισορροπία μεταξύ μελλοντικών εισφορών και
παροχών κάθε τρία χρόνια με την
εκπόνηση διαδοχικών αναλογιστικών μελετών, όπως πραγματοποιείται από το Ageing Working Group.
Απλά με το διανεμητικό σύστημα η αντιμετώπιση του δημογραφικού κινδύνου
αναλαμβάνεται από το κράτος, την οποία, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, η
νεοφιλελεύθερη αντίληψη και πολιτική επιδιώκει να αποτινάξει και να την
μεταφέρει στον κάθε ασφαλισμένο και συνταξιούχο με την θεσμοποίηση του
κεφαλαιοποιητικού συστήματος.
Έτσι, με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα το κόστος της γήρανσης του πληθυσμού θα το επωμισθεί η κάθε επόμενη γενιά, εφόσον ο κοινωνικός
και πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων δεν οδηγήσει τις ασκούμενες πολιτικές να
εγκαταλείψουν την υλοποίηση μίας τέτοιας λανθασμένης επιλογής.
* Ο κ. Σάββας Γ.
Ρομπόλης είναι Ομ. Καθ. Παντείου
Πανεπιστημίου, ο κ. Βασίλειος Γ.
Μπέτσης είναι Διδάκτωρ Παντείου
Πανεπιστημίου