Των
Σάββα
Γ. Ρομπόλη
Ομότ.Καθηγητή
Παντείου Πανεπιστημίου
Βασίλειου
Γ. Μπέτση
Δρ. Παντείου
Πανεπιστημίου
Η κριτική
που ασκείται από τις κοινωνικές επιστήμες
στην ιδιωτικοποίηση, με διάφορους τρόπους, της
κοινωνικής ασφάλισης, του δημόσιου συστήματος υγείας,
της εκπαίδευσης, της πρόνοιας, κ.λ.π., επικεντρώνεται
ουσιαστικά στην αμφισβήτηση από την
νεοφιλελεύθερη αντίληψη και πολιτική των θεσμών
κοινωνικής πολιτικής από το ίδιο το κράτος (Nicolas
Da Silva, Alternatives Economiques 17/12/2022).
Ειδικότερα στην
Ελλάδα το κράτος, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, με
την υλοποίηση πολιτικών νεοφιλελεύθερης έμπνευσης
οργανώνει ουσιαστικά την αγορά (κεφαλαιοποίηση) της επικουρικής ασφάλισης
(Ν.4826/2021), την ιδιωτικοποίηση της υγείας, της
εκπαίδευσης, των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, κ.λ.π.
Παράλληλα συνεχίζει την υλοποίηση πολιτικών ιδιωτικοποίησης με την
οργάνωση (Ν. 5078/2023) της μετάβασης στην κερδοσκοπική συμπληρωματική ασφάλιση.
Έτσι αποδεικνύεται με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι η
άσκηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στην
χώρα μας αποτελεί, μεταξύ άλλων, αδιάσπαστη
ενότητα με την ιδιωτικοποίηση και την απομείωση του
κοινωνικού κράτους καθώς και με τη συρρίκνωση
τόσο των κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών, όσο
και με την δημοκρατική-αναδιανεμητική λειτουργία
του.
Στο πλαίσιο
αυτό των ασκούμενων νεοφιλελεύθερων πολιτικών
στην Ελλάδα το 2023 η συνταξιοδοτική δαπάνη είναι
30 δις ευρώ και από αυτά τα 15 δις ευρώ προέρχονται από
τις εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών και τα
υπόλοιπα 15 δις ευρώ από την κρατική χρηματοδότηση. Όμως
εκείνο το οποίο είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να
σημειωθεί είναι ότι το χρηματοδοτικό αυτό σχήμα
της κοινωνικής ασφάλισης στην χώρα μας θεωρείται σήμερα ως
ιδιαίτερα υψηλό και ως εκ τούτου θα πρέπει στο
μέλλον να περιοριστεί.
Αντίθετα, σύμφωνα με
μελέτη μας, την περίοδο 2023 – 2070, το κράτος στην Ελλάδα θα
χρηματοδοτήσει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης με 756 δις ευρώ, ενώ
παράλληλα η ελληνική οικονομία θα παράγει
σωρευτικά ΑΕΠ ύψους 13,9 τρις ευρώ. Δηλαδή, η κρατική χρηματοδότηση για την
περίοδο 2023 – 2070 θα είναι κατά μέσο όρο ετησίως 5,4% του ΑΕΠ.
Επομένως το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν αυτό το ετήσιο
ποσοστό στο ΑΕΠ θεωρείται δυσβάσταχτο για την χρηματοδότηση της
κοινωνικής ασφάλισης και προτείνεται να μειωθεί παραβλέποντας ότι
κάτι τέτοιο θα συνεπάγεται την μείωση των μελλοντικά
καταβαλλόμενων συντάξεων.
Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί
ότι τα ετήσια έσοδα από εισφορές πριν την οικονομική κρίση (πριν το 2010)
προσέγγιζαν τα 19 δις ευρώ και μετά τις πολιτικές ύφεσης των μνημονίων και την
εσωτερική υποτίμηση μειώθηκαν μέχρι το επίπεδο των 11,5 δις ευρώ (μείωση 40%)
το 2016, για να αυξηθούν στην συνέχεια μέχρι το 2023 στο επίπεδο
των 15 δις ευρώ. Επομένως, η στρατηγική στο μέλλον δεν
θα πρέπει να είναι ο περιορισμός της κρατικής δαπάνης αλλά θα
πρέπει να είναι η περαιτέρω αύξηση των εσόδων από τις εισφορές
προκειμένου να προσεγγίσει και να υπερβεί
το προ κρίσης επίπεδο το οποίο
θα επιτευχθεί με την αύξηση της παραγωγικότητας και των
μισθών. Αντίθετα, στο πλαίσιο των ασκούμενων
νεοφιλελεύθερων πολιτικών στον πρόσφατο νόμο N. 5078/2023 για την
«μεταρρύθμιση» του δεύτερου πυλώνα της συμπληρωματικής ασφάλισης μη
κερδοσκοπικού χαρακτήρα (ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης-ΤΕΑ), δημιουργεί
συνθήκες αποκοπής της ανάπτυξης των τελευταίων ετών των ταμείων επαγγελματικής
ασφάλισης προς όφελος της ιδιωτικής κερδοσκοπικής συμπληρωματικής ασφάλισης των
ασφαλιστικών εταιρειών, όπως ακριβώς της οργάνωσης (Ν. 4826/2021) της
κεφαλαιοποιητικής επικουρικής ασφάλισης.
Η κεφαλαιοποιητική
συμπληρωματική επαγγελματική προαιρετική ασφάλιση έχει ως σκοπό την ενίσχυση
του εισοδήματος των συνταξιούχων σε ένα περιβάλλον δημογραφικής γήρανσης. Για
τον λόγo αυτό δόθηκαν φορολογικά κίνητρα με σκοπό να λειτουργήσει
συμπληρωματικά στην δημόσια κοινωνική ασφάλιση και για αυτό τα ΤΕΑ είναι μη
κερδοσκοπικά ταμεία με μοναδικό σκοπό το όφελος των ασφαλισμένων
μελών του. Επιπλέον, η συμπληρωματική μη κερδοσκοπική επαγγελματική ασφάλιση
αποτελούσε ένα σχήμα συλλογικότητας και διαπραγμάτευσης των
επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας μεταξύ των εργοδοτών και των
εργαζομένων. Όμως, ο πρόσφατος νόμος 5078/2023 εξομειώνει την
προαιρετική επαγγελματική συμπληρωματική ασφάλιση μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με
τα ομαδικά ασφαλιστήρια συμβόλαια των ασφαλιστικών εταιρειών, οι όροι των
οποίων έχουν ως μοναδικό σκοπό την κερδοφορία των εταιρειών.
Είναι πολλά τα παραδείγματα
όπου ασφαλιστικές εταιρείες μονομερώς διέκοψαν ή τροποποίησαν τους όρους των
ομαδικών ασφαλιστηρίων συμβολαίων όταν αυτά πια δεν εξασφάλιζαν μια
ικανοποιητική κερδοφορία. Επιπλέον, ενώ επέλεξε να θέσει την ίδια
φορολογία στα μη κερδοσκοπικά ΤΕΑ και στα κερδοσκοπικού τύπου ομαδικά
ασφαλιστήρια συμβόλαια, παρόλα αυτά οι όροι και οι προϋποθέσεις λειτουργίας των
ΤΕΑ είναι πολύ πιο αυστηροί από τα ομαδικά ασφαλιστήρια συμβόλαια. Έτσι, η
διακριτή αυτή αντιμετώπιση θα αποτρέψει μελλοντικά εργοδότες και
εργαζομένους στην δημιουργία νέων ΤΕΑ ευνοώντας την ανάπτυξη της αγοράς των
κερδοσκοπικών ομαδικών ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Ακόμα και η διάταξη για την
δημιουργία πολυεργοδοτικών ΤΕΑ ευνοεί τις μεγάλες πολυεθνικές ασφαλιστικές
εταιρείες που διαθέτουν τις δομές και τους οικονομικούς πόρους για να
υποστηρίξουν την λειτουργία μεγάλων πολυεργοδοτικών ΤΕΑ, η δημιουργία των
οποίων είναι και αυτή αμφίβολη μετά την διπλή φορολόγηση σε επενδυτικές
αποδόσεις και εφάπαξ παροχές. Επίσης, η κατάργηση της υποχρεωτικής
ασφάλισης και η επιβολή της προαιρετικής ασφάλισης στους ασφαλισμένους των
αλληλοβοητικών ταμείων του άρθρου 6 του Ν. 3029/2002 θα οδηγήσει στην σταδιακή
πληθυσμιακή συρρίκνωση και στην διακοπή της λειτουργίας αυτών των Ταμείων
εξαναγκάζοντας ασφαλισμένους που θα ήθελαν μια συμπληρωματική μη
κερδοσκοπική ασφάλιση στην κερδοσκοπική ασφάλιση αφού ουσιαστικά θα έχουν
εξαφανιστεί τα μη κερδοσκοπικά σωματειακού τύπου αλληλοβοηθητικά
ταμεία.